- κρατηρίσκος
- κρατηρίσκος, ὁ (Α)1. μικρός κρατήρας2. φρ. «κρατηρίσκος τοῡ ὀφθαλμοῡ» — το κοίλο τού οφθαλμού (Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. αστερ-ίσκος, ιππ-ίσκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άνδρου — Το Αρχαιολογικό Mουσείο της Άνδρου στεγάζεται από το 1981 σε ένα λιτό κτίριο που κατασκευάστηκε με δωρεά του Iδρύματος Bασίλη και Eλίζας Γουλανδρή, στη Χώρα Άνδρου. Η περιήγηση στο μουσείο ξεκινά από τον πρώτο όροφο. Ανεβαίνοντας από το… … Dictionary of Greek